ὠνόμασα
Ερμηνεία:
[α΄ πρόσωπο ενικού αορίστου του ρ. ονομάζω (ονοματίζω, δίνω όνομα σε κάποιον)].
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ονομάζω< (Όμηρ.) όνομα (ονομασία. Φήμη, δόξα) + ζω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. τὸ ὁποῖον ἐγὼ μὲ τὸ ἀνακάτωμα ἀθηναϊκῶν ἀναμνήσεων ὠνόμασα «κοκκινέλι».…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|