ἀργοποροῦσε
Ερμηνεία:
[γ΄. ενικό πρόσωπο παρατικού. του ρ. αργοπορώ (καθυστερώ να φτάσω, δουλεύω με αργό ρυθμό, με καθυστέρηση]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!.. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|