πατήσῃ,νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού του αορίστου υποτακτικής του ρ. πατῶ, πατάω(πιέζω κάτι με τα πόδια μου, πιέζω κάτι προς τα κάτω, βάζω ακούσια ή εκούσια το πόδι μου πάνω στο άκρο πόδι κάποιου]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) πατέω,Λουκ. , Αποκάλυψη 5 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|