Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



φεύγουσαν


Ερμηνεία:

 [φεύγων, φεύγουσα, φεύγον (μετοχή ενεστώτα του φεύγω)][απομακρύνομαι από την κανονική μου θέση] 



Ετυμολογία:

< (Όμηρος), Καινή Διαθήκη 29 φορές, φεύγω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροσαν ἀπὸ τοὺς μους του, προέκυπτεν εἰς  .[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: