Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔλειπεν


Ερμηνεία:

[τρίτο ενικό πρόσωπο παρατατικού του ρήματος λείπω ]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) λείπω (αφήνω, εγκαταλείπω, απουσιάζω), Καινή Διαθήκη: 6 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ὁ μπάρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσιν ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: