ἵππευσα
Ερμηνεία:
[α΄πρόσωπο ενικού αορίστου του ρ. ἱπεύω (καβαλάω ίππο και πορεύομαι πάνω σ’αυτόν)]
Ετυμολογία:
[< ἵππος, (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη:17 φορές, (άλογο)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Τέλος ἵππευσα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸ «Κοκκινέλι», τὸν Πήγασόν μου, καὶ ἠρχίσαμεν ν᾿ ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|