κάμε
Ερμηνεία:
κάμε [β΄πρόσ. ενικού. προστακτ. ενεστ. του ρ. κάμνω (κοπιάζω, μοχθώ, κουράζομαι, κατασκευάζω, εκπονώ, φιλοτεχνώ (Μεσαιων. κάνω)]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: 2 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου....[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|