αἵφνης
Ερμηνεία:
[επίρρ. ξαφνικά]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) εξαίφνης (έξαφνα, ξαφνικά), Καινή Διαθήκη 5 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ανέκραξεν αἵφνης!... [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|