βλέπει
Ερμηνεία:
[τρίτο πρόσωπο ενικού οριστιικής του ρ. βλέπω]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) βλέπω (κοιτάζω), Καινή Διαθήκη: 132 φορές ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... οὔτε «κόκκινη σὰν τὸ αἶμα», τίποτε πλέον ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν βλέπει ... [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|