Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐπηγαίναμεν


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο πληθυντικού ενεργητικού αορίστου του ρ. πάω ή πηγαίνω, βλ. πήγε]



Ετυμολογία:

[< υπάγω (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη: 79 φορές.< παρατατ. υπήγον < Μεσαιων. πηγαίνω ή πάω (< υπάγω < πάω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...Ἐπηγαίναμεν εἰς ἕνα πανηγύρι τοῦ Προδρόμου, τῆς 24 Ἰουνίου. [ Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)] 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: