μείνασαν
Ερμηνεία:
[αιτιατική της μετοχής αορίστου του ρ. μένω, ο μείνας, η μείνασα, το μείναν (αυτός που είχε απομείνει) ]
Ετυμολογία:
[Ομηρ., Αισχήλος (μένω, είμαι σταθερός, αντέχω στη μάχη, παραμένω σπίτι μου, δεν κουνιέμαι)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ψάχνουν εἰς μάτην , διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|