Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



προχειρότεραι


Ερμηνεία:

προχειρότεραι [προχειρότερος, -οτέρα -ότερον, -ότεροι, -ότεραι, -ότερα συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πρόχειρος, -η, ον (αυτός που υπάρχει μπροστά στα χέρια κάποιου, ο έτοιμος να χρησιμοποιηθεί, αυτός που δεν έχει προμελετηθεί ή προπαρασκευαστεί να γίνει ή να συμβεί, κάτι που μπορεί να γίνει γρήγορα και εύκολα)]



Ετυμολογία:

[< (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Πλάτων, Δημοσθένης) πρόχειρος (ο προσιτός, αυτός που βρίσκεται μπροστά στα χέρια κάποιου) , <προ + χειρός < χειρ < χέρι]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἡ χιὼν καὶ τὸ γάλα εἶναι αἱ δύο προχειρότεραι κοινοτοπίαι διὰ τὴν λευκότητα νεαρᾶς γυναικός....[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: