ἠμποροῦσε
Ερμηνεία:
μπορούσε [γ΄προσ. ενικ. παρατ. οριστικ. του ρ. ἠμπορώ (μπορώ, έχω τη δύναμη ή την ικανότητα ή την ευχέρεια)]…
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|