Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐστηρίζετο


Ερμηνεία:

 [γ΄πρ. εν. παρατατ. οριστ. του στηρίζομια (ακουμπώ σε κάτι,βασίζομαι κάπου)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) στηρίζω, Καινή Διαθήκη 14 φορές (στερεώνω, υποβαστάζω, σιγουρεύω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: