Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔτυχε


Ερμηνεία:

[γ΄προσωπο ενικού αορίστου του ρ. τυγχάνω (βρίσκω, συμβαίνω, συναντώ τυχαία)]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) τυγχάνω (χτυπώ στόχο με βέλος, επιτυγχάνω , βρίσκω, συνατώ κατά τύχη, συναντώ, χτυπώ, αποκτώ ένα πράγμα, συμβαίνει κατά τύχη, κάνω κάτι χωρίς κανόνα, στην τύχη, Καινή Διαθήκη 12 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Μίαν φορὰν ἔτυχεν ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον πρὸς ἔπαινον μιᾶς λευκῆς καὶ λευκοφορεμένης.[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: