ἐκαπνίζετο
Ερμηνεία:
(καπνιζόταν) [γ΄ πρόσωπο ενικού του παρατατικού οριστικής του ρ. καπνίζομαι (καπνίζω υπερβολικά και ακατάπαυστα, περιβάλλομαι από καπνό]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) καπνίζω (κάνω καπνό) < καπνός < από τη ρίζα καπ- (πνέω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, ... (οι μελισσοκόμοι ανοίγουν το μελίσσι, εκτοξεύοντας καπνό από ειδικό καπνιστήρι, στο οποίο καίγονται ξηρές βελόνες πεύκων) [Ο έρωτας στα χιόνια]. .
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|