Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παραπονούμενος


Ερμηνεία:

[μετοχή ενεστώτος του ρ. παραπονούμαι ] (αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που γκρινιάζει, αυτός που εκδηλώνει τη δυσαρέσκεια ή τη διαμαρτυρία του για κάτι, αυτός που δυσανασχετεί)



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. παραπονούμια < παρά + (Όμηρ.) πονέομαι, πονούμαι (έχω κόπο, κοπιάζω, δουλεύω, ασχολούμαι, εργαζόμενος και μετά κόπου φέρω εις πέρας, εκπονώ, φιλοπονώ, επεξεργάζομαι με επιμέλεια)/ πονώ (κοπιάζω, μοχθώ) < (Όμηρ.) πόνος (εργασία, δουλειά, κόπος,

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: