ἐξέλιπον
Ερμηνεία:
[γ΄πλ. προσωπο αορ. οριστ. ρ. εκλείπω, αορ. εξέλιπα (παύω να υπάρχω)]
Ετυμολογία:
[Καινή Διαθήκη: 4 φορές, Λουκ., επ. Παυλου προς Εβραίους
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, [Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|