Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀκούμβησε


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού αορίστου του ρ. ακουμβώ (ακουμπώ = στηρίζομαι σε κάποιον, στηρίζω κάτι σε κάτι άλλο, πλησιάζω μέχρις ότου κάνω επαφή)] 



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. ακουμπώ < Λατ. accumbo (κατακλίνομαι) < ad + combo (ξαπλώνω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια….  [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: