Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐκοιμήθη


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου του ρ.  κοιμοῦμαι]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) κοιμάω (πλαγιάζω, κατακλίνω, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, καταπραΰνω ΄), κοιμάομαι, κοιμοῦμαι (κατακλίνομαι, πλαγιάζω, κομάμαι), Καινή Διαθήκη: 18 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: