Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



Ἐγυάλιζεν


Ερμηνεία:

  [γ΄πρόσωπο ενικού του παρατατικού  οριστ. του ρ. γυαλίζω (κάνω κάτι να λάμπει, να γίνει στιλπνό, να αστράφτει] 



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. υαλίζω < (Αρχ.) Καινή Διαθήκη: (Αποκάλυψη 21,18.21) ύαλος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: