ἐντὸς
Ερμηνεία:
Τοπικό επίρρημα, μέσα, μέσα σε κάτι, στο εσωτερικό.
Ετυμολογία:
[< Ομηρ, Καινή Διαθήκη: Ματθ.23,26, Λουκ. 17,21]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|