ἐξεπιάσθη
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο παθητικού αορίστου του ρ. ἐκπιάνομαι]
Ετυμολογία:
[ἐκ + πιάνω (κρατώ κάτι με το χέρι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|