Ἐμίσει
Ερμηνεία:
[γ΄ πρόσωπο ενικού του παρατατικού του ρ. μισέω, ώ (εμίσουν εμίσεις, εμίσει (μισούσε, είχε μίσος)]
Ετυμολογία:
[< Ομηρ. μισέω, ῶ (αποστρέφομαι, θεωρῶ κάτι μισητό) < μίσος (συναίσθημα αντιπάθειας, απέχθειας, αποστροφής και εχθρότητας), Καινή Διαθήκη: 39 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς…[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|