ηὗρε(ν)
Ερμηνεία:
ηὗρε(ν) [γ΄πρόσωπο ενικού του αορίστου οριστικής του ρ. εὑρίσκω]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) εὑρίσκω, (βρίσκω ό,τι ζητώ, εφευρίσκω,επινοώ, Καινή Διαθήκη: 176 φορές]…
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του ….. [Άσπρη σαν το χιόνι].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|