Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐφόρει


Ερμηνεία:

 (φόραγε) [γ΄πρ. εν. παρατ. οριστ. του , φορώ (φέρω ένδυμα, υπόδημα, κλπ.)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) φορέω, Καινή Διαθήκη: 6 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων.... [Ο έρωτας στα χιόνια]

… τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς…[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: