ἤγγισε
Ερμηνεία:
[γ΄πρ. εν. αορ. οριστ. του ρ. ἐγγίζω (αγγίζω, ακουπώ ελφρά)]
Ετυμολογία:
[ἐγγίζω < Καινή Διαθήκη: 42 φορές < Μεσαιων. ἀγγίζω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον] [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|