Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



λύπησι


Ερμηνεία:

 [λύπησις, λύπηση (συμπόνια, ευσπλαγχνία)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) λυπρός, -ή, -όν (λυπηρός, πενιχρός, πτωχαλέος, άθλιος, ελεεινός) < λύπη (στενοχώρια) (Πλάτων Ηρόδοτος, Καινή Διαθήκη 15 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ....ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπησι[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: