ἀσφαλῶς
Ερμηνεία:
[επιρ. τροπικό (με ασφάλεια)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.), Καινή.Διαθήκη. (Μαρκ. Πρ. Αποστ.), ασφαλέως, -ώς (ακλονήτως, σταθερώς, απαρεγκλίτως με ασφάλεια).]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|