άμυδρώς
Ερμηνεία:
[επιρ. < επιθ. αμυδρός, -ά, όν] μόλις φαίνεται ή διακρίνεται, κάτι που φαίνεται με δυσκολία]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδιν, μὰ δότο, δοτίσσιμο κὲ ταλέντο! [Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|