Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐπεχείρει


Ερμηνεία:

 γ΄πρ. εν. παρατατικού οριστ. του ρ. επιχειρέω επιχειρώ (βάλλω χέρι επάνω, εκτείνω τα χέρια πάνω σε κάτι, απλώνω σε,)]



Ετυμολογία:

[επί + χειρ (χέρι)][Ομηρ, Καινή Διαθήκη: Λουκ.]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: