Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐμορμύριζεν


Ερμηνεία:

[γ΄ενικό πρόσωπο  παρατατικού, οριστικής. του ρ. μορμυρίζω (μουρμούρζε, μίλαγε ψιθυριστά, ψέλιζε). Βλ. μορμυρίζων 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ ἐμορμύριζεν: [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: