ὄχι
Ερμηνεία:
ὄχι[επιρρ. ως αρνητική απόκριση επί διαφωνίας, αρνητική απάντηση]
Ετυμολογία:
[Όμηρ. οὐχί < οὐχ < οὔ (άμεση άρνηση). Καινή Διαθήκη . 53 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Πῶς ὄχι;. Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|