φυσικόν
Ερμηνεία:
[φυσικός, -ή, όν (αυτός που τον δημιουργεί η φύση, ο μη τεχνητός)]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) φύσις (εξωτερική ποιότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα, φυσική ιδιότητα) < φύω (παράγω, γεννώ, βγάζω, αναδίδω, φύομαι, γεννώμαι, βλαστάνω, φυτρώνω) Καινή Διαθήκη 3 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. ... Ἔβαλεν εἰς τὴν πηγήν, διὰ νὰ κρυολογήση, τὸ παγοῦ ρι μὲ τὸ ρακί. Παγοῦρι φυσικόν, ἀπὸ ποδάρι τεραστίας καβούρας, τὸ ὁποῖον ὀνομάζομεν, δὲν ἠξεύρω διατί, τὸν Καβουροπόλεως. Ἐλέγαμεν ...[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|