Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σποδοβάϊον


Ερμηνεία:

 [σποδοβάϊος, -α, -ον (αυτός που έχει γκρίζο χρώμα)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) η σποδός (η τέφρα, η στάχτη) + βάϊς (κλαδί φοίνικα, κοπτική λέξη) < βάϊον, του βαΐου, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 12,13) < βάϊος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …με κοκκινωπόν σποδοβάϊον τρίχωμα.. [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: