ἐπρωτομπαράρισε
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικούτου αορίστου οριστικής του ρ. πρωτομπαρκάρω = ναυτολογούμαι και αρχίζω τη σταδιοδρομία μου ως ναυτικός για πρώτη φορά στη ζωή μου][ε- (αύξηση) +πρώτος + μπαρκάρω]
Ετυμολογία:
[Ιταλ. Μεσαιων. imbarcare < im < in + barca (βάρκα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|