πλὴν
Ερμηνεία:
[συνδεσμος (.ομως, αλλά, ωστόσο), καταχρηστική πρόθεση ή επίρρ. εξαίρεσης (εκτός, παρεκτός, εκτός από αυτά, εκτός εάν)
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) πλην (ως πρόθεμα σημαίνει εξαίρεση, εκτός), Καινή Διαθήκη 31 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.... Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος.[Ο έρωτας στα χιόνια]..
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|