Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παρεδίδετο


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού του . παρατατικού οριστικής του  παραδίδωμι (παραδίδω, παραδίνω, παραδώνω)] (γίνομαι έρμαιο κάποιου, αφοσιώνομαι σε κάτι ολόψυχα (για καλό), υποδουλώνομαι σε κάτι (για κακό), δίνω κάτι στα χέρια κάποιου, αφήνω κάτι ή κάποιον στην κυριαρχία ή το έλεός του]  …. καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας …. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Ετυμολογία:

[< (Ηρόδοτος, Πλάτων, Θουκυδίδης) παραδίωμι (δίνω, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, παραδίδω κάτι σε κάποιον, μεταδίδω ως διδάσκαλος, Καινή Διαθήκη 120 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …. καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας …. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: