Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



δυνατά


Ερμηνεία:

Mεσαιωνικό τροπικό επίρρημα, που σημαίνει με δύναμη. Προέρχεται από το επίθετο δυνατός, -ή, όν. 

 



Ετυμολογία:

[<Όμηρ, δύναμαι (μπορώ) < δύναμις (ισχύς) < δυνατός, -ή, όν, Καινή Διαθήκη: 32 φορές)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά…[Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: