Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐμεγάλωσε


Ερμηνεία:

[μεγάλωσε (γ΄ενικό πρόσωπο  αορίστου οριστικής  του ρ. μεγαλώνω), έγινε μεγάλος]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) μέγας, μεγάλη μέγα < Μεσαιων. μεγαλώνω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… κ᾿ ἐμεγάλωσε, καὶ ἦτον «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα»…[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: