ἐτρίσσευσαν
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο πληθυντικού οριστικής αορίστου του ρ. τριτεύω]
Ετυμολογία:
[< (Ευριπίδης) τρισσός, -ή, -ό (τριπλός) τρία < τρίτος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
..... Τρισσεύσητε, καὶ ἐτρίσσευσαν». Ὅπου ὁ καπετὰν Γιαννάκης, µεγάλως ...
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|