Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἰνβεντσιόνε


Ερμηνεία:

[< Ιταλικά invenzione (εφεύρεση, επινόηση] .



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε…[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: