Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὀχούμενος


Ερμηνεία:

 [μετοχή ενεστ. του ρ. ὀχούμαι (μεταφέρομαι με ζώον ή όχημα]  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ὀχέω-ῶ (κρατώ, κατέχω, κάνω κάποιο να να μεταφέρεται με ζώο ή άμαξα ή άλλου τύπου όχημα) < ὀχούμαι]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Ξαναμμένος καθὼς ἤμην ἐγώ, χούμενος πάνω ες τὸ Κοκκινέλι, μοῦἦλθε νὰ  ... [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: