ἐκ
Ερμηνεία:
[από, (πρόθεση που συντάσσεται με γενική και σημαίνει από, πού συντάσσεται με αιτιατική)
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ἐκ (ἀπό)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἐκ τῆς Βασιλειῶν Γ΄,…[Άσπρη σαν το χιόνι],
…ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσιν ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του… [Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|