Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



άνέκραξεν


Ερμηνεία:

 [γ΄προς. ενικού αορίστου του ρ. ανακράζω (κραυγάζω, βγάζω κραυγή)] 



Ετυμολογία:

[< ανακράζω (ανοίγω το στόμα μου, αθυροστομώ, , φλυαρώ) , ανά + κράζω (κραυγάζω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὴν μέσην καὶ τὸ παγούρι αὐτὸ τοῦτο, ἀνέκραξεν αἴφνης: [ Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: