Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐπῆγε


Ερμηνεία:

 [γ΄προσωπο ενικού ενεργητικού αορίστου του ρ. πάω ή πηγαίνω]



Ετυμολογία:

[< υπάγω (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη: 79 φορές.< παρατατ. υπήγον < Μεσαιων. πηγαίνω ή πάω (< υπάγω < πάω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Καὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, … [Άσπρη σαν το χιόν, 1907]ι



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: