Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐμαλάττετο


Ερμηνεία:

[γ΄ενικό πρ. παρατατικoύ του ρ. μαλάττομαι] 



Ετυμολογία:

[( Αριστοφάνης) μαλάττομαι (γίνομαι μαλακός, πραΰνομαι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …Ἐνίοτε πάλι ἐμαλάττετο κ' ἐδείκνυε συγκατάβασιν[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: