Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



συνέχεε


Ερμηνεία:

 [γ΄πρ. εν. παρατατικού οριστ. του ρ. συγχέω (μπερδεύω, χύνω μαζί, ανακατεύω, αναμειγνύω] 



Ετυμολογία:

[συν + (Όμηρ.) χέω (χύνω), Καινή Διαθήκη: πράξεις των Αποστόλων 5 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: