Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐναρκώθη


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού, παθητικού αορίστου της οριστικής του ρ.  ναρκόω (ναρκώνω, κάω κάποιον αναίσθητο, χορηγώ ναρκωτικό)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ναρκάω (μουδιάζω, ξηραίνομαι, παραλύομαι) < νάρκη]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη….  [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: