νέος
Ερμηνεία:
νέος, -α, -ον [αυτός που ηλικιακά βρίσκεται μετά την εφηβία μέχρι το 35-40ο έτος]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) νέος, νέη, νέον, Καινή Διαθήκη. 23 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|